Σαν είπαμι για του Χριστό άς πουμι για τουν αφέντη,
Αφέντημ΄αφιντίτσι μου, πέντι φουρές αφέντη,
Σηκου σαμπάχλ΄ αφέντη μου κι κάτσι στου θρουνί σου,
Κι πάρει τ΄ αργυρό ταψί κι νύψ΄του προσωπό σου,,
Αρχισ΄αφεντημ΄ του πρόσωπόσ΄ κι ύστερα τα χειράκιασ΄,
Κι βάλι του χειράκι σου στην αργυρή τη τσέπη,
Κι βγάλει χρυσουμάντηλου κι σύρ του προσωπό σου,
Κυρά μας νινί στουλιζουνταν στην εκκλησιά να παει,
Οι εκκλησιές σου σήμαιναν τα μοναστήριας ψέλνουν,
Κι τα γραμματικούδια σου λαλούν για τουν αφέντη,
Κυριούμ΄τι γίνκει αφέντης μας δε φάνηκει να έρει,
Κι΄απόυ τσ΄βλαχιάς του μουνουπάτ΄έριτι νιός αφέντης,
Μη του σινδένιου τ άλουγου μι τη χρυσιά τη σέλα, Σχίζει τά χιόνια ως τη κοιλιά τις λάσπις ως του γόνα,
Πουλάει τους αδιουλίζουνταν Χριστέ μου φυλαγέ με, Τόσα καλά να δώσ΄Θεός εδώ που τραγουδάμε
Καταγραφή: από τον Μαέστρο Κισσούδη Χρήστο
Σημειώσεις:
Τα πενέματα αρχίζουν πάντα από τον αφέντη του σπιτιού που δεν είναι άλλος από τον ιερέα, και ύστερα σε όλους τους άλλους