Η ξενιτειά κι ο θάνατο στο ζύγι ένε ζ’γιασμένη[4],
η ξενιτειά παραβαρύ γιατ’ ένε[5] νειδισμένη[6].
Ξένες πλύνουν τα ρούχα ντου, ξένες τα σιδερώνουν.
Πλύνουν τα μια, πλύνουν τα δυο, στις τρεις ποτροβολούν[7] τα.
«Πάρε, ξένε μ’, τα ρούχα σου και πάν’ το δρόμο π’ ήρθες»
Καταγραφή: Σίμων Καράς (1948)
Γερακίνα Βρουζέλη
Σημειώσεις:
[4] ζ’γιασμένη: ζυγιασμένη
[5] ένε: είναι
[6] νειδισμένη: ντροπιασμένη (από το όνειδος)
[7] ποτροβολούν: πετούν