Η πρόεδρος και ιδρύτρια του ΕΜΘ θα συμμετέχει με στις πολιτιστικές εκδηλώσεις Θεοτόκεια 2024 στην Κωνσταντινούπολη που διοργανώνει η Κοινότητα Νεοχωρίου.
«Με εξαιρετική τιμή και ευλάβεια προς το πρόσωπο της Παναγίας μας, η Εφοροεπιτροπή του Ιερού Ναού Παναγίας Κουμαριώτισσας και η Συντονιστική Επιτροπή «ΘΕΟΤΟΚΕΙΑ», διοργανώνουν για έκτη χρονιά, με αφορμή την ετήσια πανήγυρη του Ιερού Ναού, τις θεσμικές πλέον πολιτιστικές εκδηλώσεις. Εκδηλώσεις που αναδεικνύουν την ιστορία, τον πολιτισμό και τη σύγχρονη παρουσία της ιστορικής Κοινότητάς μας στην Κωνσταντινούπολη.
Η Κοινότητα Νεοχωρίου εμπνέει και επενδύει στον πολιτισμό, που διαχρονικά έρχεται σε επαφή με τον συνάνθρωπο. Μεταδίδει φως. Γνώσεις. Προβληματισμούς. Ευδιαθεσία. Δίνει και φέτος το παρών μέσα από ένα πλούσιο πρόγραμμα εκδηλώσεων, που θα πραγματοποιηθούν στον πανέμορφο, φιλόξενο και ολάνθιστο αυλόγυρο του Ναού της Παναγίας μας».
Ανακοινώνοντας το πρόγραμμα των εκδηλώσεων, η Κοινότητα Νεοχωρίου απευθύνει ανοιχτή πρόσκληση για συμμετοχή του κοινού. Ακολουθεί αναλυτικά το πρόγραμμα:
Κυριακή, 4 Αυγούστου, Χοροστασία της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στην Ιερά Παράκληση, ώρα 18:00.
-«Πρόσφυγες εξ Ανατολών και Μετανάστες της Δύσης», ώρα 19.00
Ομιλήτρια: Αγγελική Γιαννακίδου, Ιδρύτρια και Πρόεδρος του Ε.Μ.Θ.
-Έκθεση φωτογραφίας των διαγωνισμών «Νικόλαος Μαγγίνας».
Πέμπτη, 8 Αυγούστου, Συναυλία, ώρα 19:00.
«Μελωδίες από τις δύο πλευρές του Αιγαίου».
Νίκος Ανδρίκος, Φωτεινή Ασινέθ Κοκκάλα, Erhan Bayram
Σάββατο, 10 Αυγούστου, Ομιλίες – Συζήτηση, ώρα 18:30.
«Ο ενοποιητικός ρόλος της Θεοτόκου στην Τέχνη».
Ομιλητές: Ανδρέας Ανδρεόπουλος, Καθηγητής Θεολογίας και Φιλοσοφίας.
Nihan Çetinkaya, Ιστορικός Τέχνης.
Vildan Papaker, Ιστορικός Τέχνης.
Ruhiye Onurel, Ιστορικός Τέχνης.
Συντονισμός: Ευαγγελία Σαρλάκ, Καθηγήτρια Ιστορίας Τέχνης
Τετάρτη, 4 Σεπτεμβρίου, Συναυλία, ώρα 19:00.
«Βραδιά Ελληνικής Μουσικής».
Γιάννης Κορδομενίδης, Πέτρος Ντιβαρτζί.
Παρασκευή, 6 Σεπτεμβρίου, Βιβλιοπαρουσίαση, ώρα 18:30
«Οι Μειονότητες», Εκδ. Οίκος Tarih Vakfı.
Ομιλητές:
Samim Akgönül, Καθηγητής Τμήματος Τουρκικών Σπουδών Στρασβούργου.
Özgür Kaymak, Καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων.
Συντονισμός: Elçin Macar,Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών
Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου, Προβολή ταινίας, ώρα 18:00.
«Ουδείς γεννάται, ουδείς αποθνήσκει άνευ της Απογευματινής».
Τιμητική Εκδήλωση για την 100ετηρίδα της εφημερίδας «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ»
Παραγωγός: Melike Çapan.
Πρόσφυγες εξ Ανατολών, μετανάστες στη Δύση
Παραθέτουμε την ομιλία της κας. Αγγελικής Γιαννακίδου Ιδρύτρια και Πρόεδρου του Εθνολογικού Μουσείου Θράκης στους εορτασμούς ΘΕΟΤΟΚΕΙΑ στην Κωσταντινούπολη με την συμμετοχή του Πατριάρχη.
2.500 χρόνια πέρασαν από τότε που ο Αισχύλος ανασυνθέτει τον πανάρχαιο μύθο των πενήντα Δαναΐδων που εγκαταλείπουν τη Λιβύη μαζί με τον Δαναό πατέρα τους γιατί καταδιώκονται από τους ξαδέλφους τους, τους πενήντα γιους του Αιγύπτου που θέλουν με τη βία να τις παντρευτούν, και ζητούν άσυλο από τον Πελασγό βασιλιά. Σαν να διαβάζεις την περιπέτεια των αιτούντων σήμερα άσυλο κυρίως από τη Συρία (τι ειρωνεία! από τη γειτονική χώρα του αρχαίου βασιλιά Αιγύπτου). Από το 461 π.Χ. στις «Ικέτιδες» ο Αισχύλος μιλούσε για την άγρια μοίρα του πρόσφυγα και τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας: τις έννοιες της αποδοχής και της ενσωμάτωσης του ξένου, του εν δυνάμει «διαφορετικού» αιτούντος άσυλο ώστε να επιβιώσει με αξιοπρέπεια, σε έναν τόπο ασφαλή που θα του δώσει την ευκαιρία να υπάρξει.
Εδώ, στη νότια κατάληξη της Βαλκανικής χερσονήσου και στη θάλασσα του Αιγαίου, το κέντρο του ελληνικού πολιτισμού με τη μακρόχρονη ιστορία της ναυτοσύνης, τον έρωτα για το απέραντο γαλάζιο και τους ελεύθερους, ανοιχτούς ορίζοντες, αυτός ο τόπος, λες και επιχωματίστηκε από τη «σκόνη που σηκώθηκε απ’ τα μυριάδες πόδια ενός συνεχώς μετακινούμενου πληθυσμού» από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια όπου οι άνθρωποι μετακινούνται άλλοτε για καλύτερες συνθήκες ζωής και άλλοτε κυνηγημένοι ή διωγμένοι.
Εδώ, σ΄ αυτήν την τελευταία «ευρωπαϊκή άρθρωση στο οδοιπορικό προς την Ανατολή», και οι δύο μορφές «ξεριζωμού»: Της μετανάστευσης και της προσφυγιάς.
Την κινητικότητα των θρακικών φυλών αλλωστε υποδηλώνει και το όνομα μιας θρακικής φυλής, των «αλητών». Αλητοί, από το ρήμα αλάομαι, που σημαίνει, περιπλανώμενοι.
Στον ευρύτερο ιστορικό χώρο της Θράκης σώζεται η τοπογραφία των πληθυσμιακών μετακινήσεων και των σχέσεων που είχαν αναπτύξει οι αυτόχθονες Θράκες με τους θαλασσοπόρους Έλληνες αποίκους από το ανατολικό Αιγαίο και την Ιωνία της Μικράς Ασίας μέχρι τη Μαύρη θάλασσα με στόχο τον έλεγχο του άξονα Ανατολής – Δύσης και την πρόσβαση στην πλούσια θρακική ενδοχώρα.
Η κινητικότητα βέβαια των πληθυσμών είναι ένα διαχρονικό ζήτημα στην παγκόσμια ιστορία με έξαρση τον 20ο αιώνα σε πολλές περιοχές στην Ελλάδα και κυρίως στη Θράκη, τη γέφυρα κόσμων και πολιτισμών, από την εποχή των μυθικών Αργοναυτών στην πρώτη γραμμή της μεταναστευτικής κρίσης, ως σήμερα την εποχή των νέων ενεργειακών δικτύων και γεωοικονομικών διακυβευμάτων που ορίζουν συνθήκες ειρήνης και πολέμου. Τον 10ο αιώνα ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος έγραφε στον γιο του τον Ρωμανό: «Αρχήν δε της Ευρώπης εγώ τίθημι <την Θράκην>, επεί και αυτό τό Βυζάντιον τής Θράκης έστί μέρος κάλλιστόν τε καί τιμιώτατον». Αυτός είναι και ο λόγος που δεν συμπορεύομαι με την αρχαιοπληξία του ελλαδικής επικράτειας του 1832.
Θα μιλήσω για τον τόπο αυτόν στον οποίο η γεωγραφία και η ιστορία πάντα συνωμοτούσαν και ανέτρεπαν καταστάσεις αφού για αιώνες, ως περικάρπιο της Βασιλεύουσας, αντιμετώπισε εχθρικές επιδρομές με στόχο πάντα το μεγαλύτερο κέντρο του Ελληνισμού από άποψη πληθυσμιακή, οικονομική, πολιτιστική. Και αυτή η γεωγραφική εγγύτητα με την οικουμενική πρωτεύουσα όρισε τις ζωές των ανθρώπων, Ελλήνων και σύνοικων πληθυσμών
Η πρώτη εγκατάσταση των Οθωμανών στην Θράκη έγινε στα 1352. Γνώριζαν ότι πρώτα έπρεπε να θέσουν υπό πλήρη έλεγχο την Θράκη, να στερήσουν από την Κωνσταντινούπολη την απαραίτητη για την επιβίωση της ενδοχώρα, για να κατακτήσουν τη «βασιλίδα των πόλεων» το 1453 που σηματοδότησε το τέλος ενός πολιτισμού και τη μετάβαση από τη μεσαιωνική εποχή στους νεώτερους χρόνους.
Συνέπειες των εξελίξεων: άνθρωποι εξοντώθηκαν, οικισμοί πυρπολήθηκαν ή και εγκαταλείφθηκαν. Ο χώρος δέχτηκε μαζικές εισροές εποίκων μουσουλμανικών πληθυσμών, ο δημογραφικός χάρτης άλλαξε. Από τα τέλη του 15ου και ως τις αρχές του 19ου αιώνα στην οθωμανοκρατούμενη Θράκη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πληθυσμοί έζησαν μια περίοδο ειρηνικής συνύπαρξης, η οποία έληξε με την επανάσταση του 1821.
Μέχρι τότε Ελληνόφωνοι και Σλαβόφωνοι Χριστιανοί, ανάμεσα σ αυτούς και Αρμένιοι, Μουσουλμάνοι Σουνίτες, Μπεκτασήδες και Μαβλεβίδες αλλά και Ιουδαίοι, όλοι οι σύνοικοι πληθυσμοί, μοιράστηκαν την ίδια τύχη στο πλαίσιο ενός αγροτικού και αστικού πολιτισμού, παρά τις διαφορές της θρησκείας και της γλώσσας.
Οι εθνοτικές και δογματικές διαφορές ανασύρθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για την άσκηση μιας νέας γεωπολιτικής στρατηγικής στην Ανατολή, την εποχή όπου το κίνημα του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα και τα απελευθερωτικά κινήματα που έθρεψε οδήγησαν στη διάλυση των αυτοκρατοριών και τη γένεση των εθνών-κρατών.
Η ταχύτητα για την αναπόφευκτη πορεία προς τον «εξευρωπαϊσμό της Ανατολής» ήταν μια πολύ επώδυνη διαδικασία με καταστροφικές εξελίξεις για τους πληθυσμούς. Ο ανταγωνισμός για εδάφη, τα οποία παλαιότερα αποτελούσαν το κοινό πλαίσιο οικονομικής και κοινωνικής ζωής, ήταν αμείλικτος.
Ήδη από τα τέλη 18ου έχουμε μετακινήσεις πληθυσμών εξαιτίας της τρομοκρατίας που ασκούν τα ληστρικά σώματα των Κιρτζαλίδων σε όλη την περιοχή, αλλά και λόγω της εγκατάστασης Βουλγαροφώνων στη δυτική Θράκη. Παράλληλα, την ίδια εποχή, μεγάλες μετακινήσεις ορθόδοξων πληθυσμών από την Ήπειρο αλλά και Μουσουλμάνων προσφύγων από τη βόρεια Βουλγαρία – ανατολική Ρωμυλία στη δυτική Θράκη εξαιτίας του Ρώσο-οθωμανικού πολέμου 1877-78 (Κονόρτας).
Το 1906 αμείλικτος ανταγωνισμός Ελλάδας – Βουλγαρίας οδήγησε στην πρώτη μαζική προσφυγιά από την ανατολική Ρωμυλία μετά την πυρπόληση της Αγχιάλου.
Από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, του πιο αιματοβαμμένου πολέμου της παγκόσμιας ιστορίας που διεξήχθη στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, η Θράκη, την οποία διεκδικούσαν Έλληνες, Οθωμανοί και Βούλγαροι, έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων και διαρκών ομαδικών μεταναστεύσεων ολόκληρων φυλών μετακινούμενων κάτω από την πίεση των γεγονότων.
Κάθε φορά που εναλλάσσονταν τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής με τα οθωμανικά και τις διάφορες παραστρατιωτικές οργανώσεις, ολόκληροι οικισμοί καταστρέφονταν και εξαφανίζονταν από το χάρτη (π.χ. στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο σε μια πορεία ο Βουλγαρικός στρατός πάνω από το Σουφλί κατέστρεψε πολλούς μουσουλμανικούς οικισμούς.
Το 1913, στη διάρκεια της λεγόμενης Δημοκρατίας της Γκιουμουλτζίνας που έγινε με τη συνεργασία Ελλήνων και Μουσουλμάνων καταστράφηκαν βουλγαρικά χωριά στην ορεινή Ροδόπη. Όταν επανήλθε η βουλγαρική διοίκηση έγινε οργανωμένη προσπάθεια εποικισμού Βουλγάρων από την ανατολική Θράκη στη δυτική. (Κονόρτας).
Και ας μην ξεχνάμε ότι ανάλογα με τον κίνδυνο της φυσικής εξόντωσης και της γεωγραφικής μετακίνησης συντελούνταν οι δογματικές μεταστροφές: Πομάκοι εξισλαμίστηκαν σταδιακά από τα τέλη του 14ου ως τα μέσα του 17ου αιώνα και πατριαρχικά χωριά γίνονται εξαρχικά και το αντίστροφο μετά την επανάσταση του Ίλιντεν.
Ελληνικοί πληθυσμοί της Θράκης, δυτικής και ανατολικής, κάτω από την πίεση του εκβουλγαρισμού και τις βιαιοπραγίες έφευγαν έντρομοι στη Μακεδονία.
Λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με πρόσχημα την αναχώρηση Μουσουλμάνων από την Ελλάδα το 1912-13 και στο πλαίσιο της ενίσχυσης του τουρκικού χαρακτήρα της αυτοκρατορίας από το κίνημα των Νεότουρκων, ξέσπασαν διωγμοί στην Ανατολική Θράκη και στη συνέχεια στη Μικρά Ασία. Χιλιάδες Έλληνες και πάλι πήραν το δρόμο της προσφυγιάς για την Ελλάδα, εγκατέλειψαν σπίτια και περιουσίες τους. Και πριν επουλωθούν οι προσφυγικές πληγές του 1914, κατέφθανε στην Ελλάδα το νέο κύμα προσφυγιάς από τον Πόντο, τον Καύκασο και την εμφυλιοκρατούμενη Ρωσία.
Και αν η Ευρώπη μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπέστη το πρώτο τεράστιο σοκ μετανάστευσης και προσφυγιάς του σύγχρονου κόσμου, ο ελληνικός κόσμος, μετά την αισιοδοξία της «πιο εύθραυστης και από την πορσελάνη των Σεβρών» συνθήκης του 1920, έζησε την άφατη τραγωδία του 1922. Στην απέναντι ακτή του Αιγαίου, εκεί όπου από τον Τρωικό Πόλεμο σχηματικά, ακουγόταν η ελληνική γλώσσα, παύουν να υπάρχουν οι ελληνικές κοινότητες. Ο Πόντος ξεριζώθηκε, η Σμύρνη πυρπολήθηκε, η Ανατολική Θράκη εκκενώθηκε. Το 1922 σφραγίστηκε από τις επιλογές των ισχυρών, εντός και εκτός Ελλάδας, και σφράγισε δραματικά και καταλυτικά τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων…
Με τη Συνθήκη της Λωζάνης και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών «…αφήνανε στα χέρια τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας…» όπως λέει ο Σεφέρης.
Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το κινητό υπόλοιπο του ισολογισμού του ελληνικού αλυτρωτισμού». Εξαιρεθηκαν απο την ανταλλαγη οι μουσουλμάνοι που ζούσαν στη δυτικη Θράκη με καθεστώς θρησκευτικής μειονότητας,και εγινε δεκτο για να διασφαλιστεί η παραμονή των ελληνορθοδόξων στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν και έπρεπε να παραμείνει η ιστορική έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε ούτε πόσοι έχασαν τη ζωή τους στις δραματικές μετακινήσεις ούτε πόσοι μετακινήθηκαν τελικά ή μετανάστευσαν ούτε πόσοι έχασαν τη ζωή τους τα πρώτα χρόνια μετά την άφιξή τους στη «μητέρα πατρίδα». Ξέρουμε μόνο αυτό που ενώνει τα πλάσματα στη δυστυχία και δημιουργεί ανάμεσά τους το αίσθημα της θυσίας και της αλληλεγγύης.
Η Θράκη αιχμάλωτη της γεωγραφίας.
Ανάμεσα στα τρία κομμάτια της ορθώθηκαν τείχη οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά, εθνικιστικά. Τα δίκτυα επικοινωνίας των ανθρώπων κόπηκαν. Το μόνο που τους συνέδεε ήταν η κοινή τύχη στις αυστηρά στρατιωτικοποιημένες ζώνες των εθνών-κρατών. Για χρόνια αγνάντευαν απέναντι, από τις όχθες του Έβρου και τα περάσματα, τους γενέθλιους τόπους, μετέωροι ανάμεσα στο οθωμανικό παρελθόν και την ακατανόητη πραγματικότητα των εθνικών κρατών.
Πολλοί στο Μεσοπόλεμο, μέσα στις συνθήκες του παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έγιναν μετανάστες -φορτίο -που στοιβάζονταν όπως και τα σακιά, στα πλοία της εποχής με το βλέμμα τους προς τη μεριά του Ατλαντικού. Να ήταν άραγε ένας σταθμός πριν μια νέα Οδύσσεια; `
Η Θράκη βρέθηκε στην περιφέρεια των όποιων αναπτυξιακών σχεδιασμών διεκδικώντας την αναγνωρισιμότητα μέσα από την τραγική επικαιρότητα του ποταμού Έβρου με την κλιμάκωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ανά δεκαετία.
Η αποδοχή της απομόνωσης, άνοιξε το δρόμο για την μετανάστευση στο εσωτερικό και το εξωτερικό – Η μεγάλη πληγή. Η μεγάλη κοινωνική ρωγμή. Αυτοί που από πρόσφυγες έγιναν Ακρίτες, άγρυπνοι φρουροί των συνόρων, ξανάγιναν πρόσφυγες-μετανάστες. Η προσφυγική μνήμη ακόμη αιμορραγούσε όταν άφηναν πίσω την ψυχή τους για να ξαναστήσουν τη ζωή τους στα ορυχεία του Βελγίου και στα εργοστάσια της Γερμανίας από το 1950.
Πέρασαν τη ζωή τους ανάμεσα στην παραμονή και τη επιστροφή ανάμεσα στο πόνο και το νόστο. Ξένοι: δεν γνώριζαν και δεν τους γνώριζε κανείς. Ξένοι και στη πατρώα γη εισπράττοντας επιφυλακτικότητα έως και απροκάλυπτη εχθρότητα. Όπως όταν ήρθαν από την ανατολική γη και δεν μπόρεσε τότε ούτε η κοινή θρησκεία και η κοινή εθνικότητα να αντισταθμίσει το φόβο του ανοίκειου. Ένιωθαν το αίσθημα της καχυποψίας που τους προκαλούν ανασφάλεια, απειλή, και θυμό για την αδιαφορία στο δράμα τους.
Ένιωθαν την πίκρα και την νοσταλγία για την απώλεια του τόπου που τους έκανε να νιώθουν ανέστιοι και ας είχαν αποκτήσει πλούτο εδώ στη νέα πατρίδα.
Καλύτερα να με δαμάσει πρώτα ο θάνατος, ο θάνατος,
και το φως της ζωής μου να σβήσει.
Γιατί δεν υπάρχει μοίρα πιο σκληρή
από το να στερηθείς τη γη των πατέρων σου, λέει η Μήδεια στην τραγωδία του Ευριπιδη(431 π.Χ. )
Από τα πιο οδυνηρά τραύματα είναι η απώλεια των συνεκτικών δεσμών της παιδικής ηλικίας που σε κάνει να μετεωρίζεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, όπως στην πολίτικη κουζίνα Τάσου Μπουλμέτη.
Για αυτό και το δημοτικό τραγούδι από τη συλλογή του Μ Πολίτη:
Τα ρούχα μου και τα καλά όποιος τα βρει ας τα πάρει
Μα της καρδιάς μου τον καημό κανένας να μην πάρει
Η Ελλάδα, τότε αν και ηττημένη βαριά, διχασμένη βαθιά, κατεστραμμένη οικονομικά και αναστατωμένη κοινωνικά, τα κατάφερε να μετασχηματίσει το προσφυγικό πρόβλημα σε έπος. Ένα έπος, βέβαια, χαμένο σε μικρές λυπητερές ιστορίες και βουτηγμένο στο ασίγαστο νόστο, αλλά και στο θάρρος, και στην καρτερία τους, στην ενεργητικότητα, και στη μακραίωνη πολιτιστική παράδοση, που κουβαλούσαν αυτοί οι ανώνυμοι τότε που έγιναν πρωταγωνιστές στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, που καθόρισαν την πορεία και τη φυσιογνωμία του Νεώτερου Ελληνισμού.
Το ότι η «ετερότητα» μπορεί να μετατραπεί σε πλούτο για μια κοινωνία είναι κομμάτι της πολιτιστικής μας ταυτότητας για μας τους Θρακιώτες: πρόσφυγες εξ Ανατολών, μετανάστες στη Δύση που είμαστε ευλογημένα καταδικασμένοι να ζούμε με τον άλλο εδώ στο ρευστό σύνορο του ποταμού που είναι η ψυχή της Θράκης.
Αυτό το διττό όριο ζωής και τόπου. Σύνορο. Αυτό που πρέπει να περιφρουρήσεις αλλά και να υπερβείς για να συναντήσεις τον άλλον και να συμπορευτείς χωρίς να χαθείς. Η προάσπιση της προσωπικότητας μας, ο σεβασμός γι’ αυτό που είναι έξω από μας, η προϋπόθεση της διαφορετικότητας.
Αυτό είναι δύναμη. Είναι πηγή που μέσα σ΄ αυτήν μπορούμε να γευτούμε τις μεγάλες ανθρώπινες αξίες: αυτές της αποδοχής και της αλληλεγγύης.
Να βρούμε το «πνεύμα του τόπου».
Τα ορατά και τα αόρατα που συνυφαίνονται με τη ζωή μας και μας όρισαν, αυτά που τροφοδοτούν: σκέψη, έμπνευση και δημιουργικότητα ώστε
σήμερα που αυξάνονται στον κόσμο οι περιφραγμενες κοινοτητες οι αιματηροί πόλεμοι και οι ταυτότητες εργαλειοποιείται, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες οξύνονται και οι φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις εξακολουθούν να μας διχάζουν, πρέπει να βρούμε τρόπους να συμφιλιωθουμε με τη φυση, να δημιουργήσουμε δεσμούς οικειότητας. Να ξαναβρούμε τα δίκτυα επικοινωνίας αυτού του τόπου όπου συγκλίνουν οι διάσπαρτες πληροφορίες για κοινές εμπειρίες και προσεγγίσεις, που παραμένουν κρυφές, κάθε φορά που νέα γεωοικονομικά διακυβεύματα προκύπτουν.
Εδώ, σ΄ αυτόν το τόπο όπου η σχέση του χώρου με τη μνήμη αναμετρούνται: σε αξίες, προτάσεις και προοπτικές.
Εδώ να μιλήσουμε για όλα όσα μας πληγώνουν: την αδικία και τη βαρβαρότητα που γεννούν οι πόλεμοι και οι ξεριζωμοί.