Ελάτε παλικάρια μου να ζήσουμ’ μι τη ’μένα.
Π’ αρχοντικό κι αν βγήκαμε σ’ αρχοντικό θα πάμε να πάμε στον εφέντη μας τον πολυχρονισμένο.
Που ’χει τα σπίτια τα ψηλά με πράσινα παρμάκια
για να τ’ ανέβω δεν μπορώ και πίνω τα φαρμάκια.
Ξύπνα περιστερούδα μου ήρθα στο μαχαλά σου
κι ο μαχαλάς σου ξύπνησε και συ βαριά κοιμάσαι.
Κοιμούμαι αφέντη μ’ κοιμούμαι βαριά είμαι ιδρωμένη.
Άνοιξε το παράθυρο και ρίξε τα μαλλιά σου
και κάνε σκάλα ν’ ανεβώ, να ’ρθω στην αγκαλιά σου.
Τι με κοιτάζεις και γελάς και ροδοκοκκινίζεις;
Εγώ είμαι που σ’ αγαπώ και συ δεν το γνωρίζεις;
Μαλαματένιος ο σταυρός κρέμεται στο λαιμό σου
κι όλοι φιλούσαν το σταυρό κι εγώ το μάγουλο σου.
Δε φταίει μπάρμπα μ’ το κρασί, δε φταίει το ποτήρι
μον’ φταίει η θυγατέρα σου που στεκ’ στο παραθύρι.
Άσπρη μου ξάσπρη ζαμπακιά και χαμηλογιομάτη
εσένα έχω στο μαχαλά, εσένα έχω στο μάτι.
Σε ποιο μπαϊρι ν’ ανεβώ να διω το Ιλντιρίμι,
να διω και την αγάπη μου με ποιον τρώει και πίνει.
Πως πρέπει τ’ άσπρο άλογο σε πράσινο λιβάδι
έτσ’ πρέπουμε κι εμείς τα δυο, κορίτσ’ και παλικάρι.
Τέσσερα μάτια δυο καρδιές όταν αγαπηθούνε,
κάλιο να βρουν το θάνατο, παρά να χωριστούνε.
Άνοιξι πόρτα μ’ άνοιξι πόρτα της μαυρομάτας,
έχω δυο λόγια να σου πω και σφάλισε την πάλι.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε το καρυδοβαμμένο
να μ’ αξιώσει ο Θεός να μπαίνω και να βγαίνω.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε το μαρμαροστρωμένο
αγλήγορα να φέρετε γαμπρό καμαρωμένο.
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε
μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.
Άνοιξι πόρτα μ’ άνοιξι πόρτα μ’ παλικαρίσια
Έχω δυο λόγια να σου πω και σφάλισε την πάλι.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε το μαρμαροστρωμένο
αγλήγορα να φέρετε νύφη καμαρωμένη.
Φαντάρο κι αν με πήρανε καθόλου δεν με νοιάζει
η κουραμάνα έρχεται και το καζάνι βράζει.
Ποτέ να μην ξεχάσετε πως είμαι φανταράκι
αγλήγορα να στείλετε γράμμα και παραδάκι.
Δεν το ’λπιζα μανούλα μου στα σύνορα να φτάσω
να βλέπω γύρα τα βουνά τον ήλιο να ξεχάσω.
Άνοιξι πόρτα μ’ άνοιξι πόρτα μ’ νοικοκυρίσια
Έχω δυο λόγια να σου πω και σφάλισε την πάλι.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει
Να ζήσει χρόνια εκατό και χίλιες δυο βδομάδες.