Μικρόν τον είχε η μάνα του, μικρόν και κανακάρι,τον έλουζε τον στόλιζε στο δάσκαλο τον στέλνει στο δάσκαλο του έστελνει τα γράμματα να μάθει κι ο δάσκαλος τον έδερνε με τη χρυσή, τη βέργα και η δασκαλία τον γύριζε με δυο κλωνάρια μόσχο, μικρέμ κι πουν τα γράμματς
μικρέ μ’ και πουν ο νους σου, τα γράμματα είναι στο χαρτί
και ο νους μου στην αγάπη και αγάπη μέρα πέρασε περά στις μαυρομάτες να μπουχ΄το μάτι σαν γυαλί : το φρύδι σαν γαϊτάνι το ματι μας ματόφρυδο σαν της ελιάς το φύλλο ‘’Μικρή ‘’
Μαρί μικρή μικρούτσικη τι στέκεις στολισμένη, η μάνα μου με στόλισε και στέκω στολισμένη, η μάνα που σε στολισε μεγάλες ευχές να έχει μον ειχε στο σεντούκι της ένα λογιώ μετάξια και καθόταν σε στολιζε Σαββατο κι όλη μέρα με πρασινο με κόκκινο, με άσπρο σου γαλάζιο, αμαξι σιδεράμαξα.
ζευγάρι κουδουνάτο τρεις ελαφικές, το ‘σερναν και αει τρεις παλιοδρομοι
και το ζευγούτσικο που βαζαν όλο φλουρι κι ασημί και τις ζευλιστες που βαζαν άσπρο μαργαριτάρι και η κόρη μέσα καθόταν και ο ήλιος δεν της φτάνει,
τον ηλιο συνερίζεται τον ηλιο το φεγγαρι για ελα ηλιε μ για θα βγω για τέλεις για θα θέλω τέλοντας ήλιε μ του ταχιά μαραίνουν τα λουλουδια κι εγώ σαν βγω στις πόρτες μου, μαραίνουν παλικάρια, να ζεις και να σαι λυγερη… παντα τραγουδια να έχεις και μεις Ετραγουδίσαμε θεους μεριούς και χρόνους.