Π’ αρχόντου σπίτια βγαίνουμι, σ’ αρχουντικά θα πάμι
σ΄αυτά τα σπίτια τα ψηλά, τα μαρμαροστρουμένα
Ιδώ μας είπαν κι ήρθαμι σ΄αυτό το νιο ν- αφέντη
που ‘χει τα σπίτια τα ψηλά, τα μόλυβα* τα(ι)αρντάκια*
Από την πόρτα σ’ πέρασα και βρίσκω κλειδωμένα Σκύφτω, φιλώ την κλειδαριά, θαρρώ φιλώ εσένα
Κι σκέφτομαι τον κόρφο σου, τα φρύδια σ’ τα γραμμένα
λαλούν τ΄ αρνίθια τρεις φουρές κι τα παγώνια πέντι κι τα χιουνάρια* δικαουχτώ, κόρη ύπνο δεν έχει Κοιμάσι κόρη μ’ ξύπνησι, κι αν κάθισι έβγα έξω
Κι αν είσι μι τη μάνα σου ξ(ι)αγιάρντισε τ(ι)εν* κι έβγα
Κι αν είσι μι τουν κύρη σου να ΄ρθω μι του κανίσκι
Κι αν είσι μ’ άλλουν άγουρο, να ΄ρθω μι του μαχαίρι
Σένα να κόψου τα μαλλιά και κείνουν του κιφάλι.
Καταγραφή: Γιώργος Ζιώγας Δεν χορεύεται
Πολιτιστικός Σύλλογος Παραδοσιακών Χορών “Ο Έβρος”
Σημειώσεις:
Μόλυβα: φτιαγμένα από μόλυβδο, οπότε τονίζεται η γερή κατασκευή τους
Τσ(ι)αρντάκια (τούρκ. Cardak): υπόστεγα
Χιουνάρια: χήνες
Ξ(ι)αγιάρντισε τ(ι)εν: διώξ’την