25 – Χριστουγεννιάτικα Κύρια Κάλαντα Ασβεστάδες

Σαράντα με-νε-ρις έχουμι Χριστό – νο- που καρτερούμι
Κι απού σαράντα κι ύστιρα θέλου να τραγουδήσου
Χριστούγιαννα, Χριστούγιαννα τώρα Χριστός γεννιέται
Γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα
Του μελ’ (ι) του τρων οι άρχοντες κι το κερί στους Άγιους Και το μελισσοβότανο φορούν τα παλληκάρια
Πουλλά είπαμι για του Χριστό, ας πούμε την Παναγία Κάτω στα Ιεροσόλυμα στον Άγιο τον Τάφο
Ικεί σκιντζεύουν* το Χριστό παράνομοι Εβραίοι
Τον Πέτρο κει προβόδισαν στου χαλικιά* να πάει
Χαλκιά κόψι καρφιά καν’ δυο, καν’ τρία πηρούνια
Κι κείνους ο παράνομους πιάνει κι κόφτι πέντι Πουλλά είπαμι την Παναγιά ας πούμι για του Χριστό μας
Κι απ΄έδου διάβινι Χριστός μι δώδικα ‘βαγγέλια
Κι πάλι πίσου γύρισι μ’ άλλα ιννιά αρχαγγέλια Κι κει που πάτησε ο Χριστός χρυσό δεντρί ξεβγήκε Χρυσά ήταν τα κλωνάρια του κι όλα αργυρά τα φύλλα
Τα φύλλα τ’ ήταν πρόφυλλα κι τα κλουνάρια τ’ άγια Που προφητούσαν κι έλιγαν για Του Χριστού τα Πάθη
Κι πάνου στα κλουνάρια του πιρδίκια φουλιασμένα Κι κατιβαίνει η πέρδικα, παίρνει κι ανιβαίνει
Παίρνει νιρό στα νύχια της, κι πάχνη στα φτιρούδια τ’ς Πουλλά είπαμι για του Χριστού, ας πούμε τουν αφέντη
Σι σένα πρέπ’ (ει) αφέντη μου το σιδερό δοξάρι
Ν’ από χ’ς τις πλάτες ανοιχτές τα μύρια τα δαχλύτσια*
Ν’ από χ’ς του χέρ’ (ι) για πόλιμο, βραχιόνες αντρειωμένες

Καταγραφή: Γιώργος Ζιώγας Δεν χορεύεται
Πολιτιστικός Σύλλογος Παραδοσιακών Χορών “Ο Έβρος”

Σημειώσεις:

σκιντζεύουν: ταπεινώνουν, βασανίζουν
χαλικιάς, χαλκιάς, χάλκος: ο χαλκουργός
μύρια δαχλύτσια: εν. μεγάλα, δυνατά δάχτυλα