Μαρή Κούρτου – Κουρτουπούλα
κι γκιουζέλ* Καστιρνιοπούλα*
κι γκιουζέλ Καστιρνιοπούλα
ποιος σι λέει που δε σι παίρνουν. Κι έβαλις τα λιρουμένα σ’, κι τα λιρουσκουριασμένα σ’ Κι λιρώνεις του κουρμάκι σ’, που είνι άσπρου σα βαμπάκι. Κι λιχνό σαν το ζαμπάκι, ρίξει κάτ’ τα λιρουμένα σ’ Κι έλα βάλει τα κιντιμένα σ’ κι έλα βράδυ στουν συντά Έχου πέρδικα ψημένη
κι γλυκό κρασί σαν μέλι. Κι θα φάμι κι θα πιούμι κι γλυκά θα κοιμηθούμι.
Καταγραφή: Δημήτριος Σπανός
Σημειώσεις:
Κουρτουπούλα: κοπέλα από το χωριό Κούρτ(ι) της Μακράς Γέφυρας,
γκιουζέλ: (τουρκ.) όμορφη, Καστιρνιοπούλα: η κοπέλα από την πόλη, εδώ εννοεί την κοπέλα από το Διδυμότειχο – «Κάστρο»,
ζαμπάκι: λιγνός φυτικός κορμός (του κρεμμυδιού κυρίως), οντάς: (τουρκ.) δωμάτιο