Κι απέδου διαβαινει ο Χριστός μοι δωδικα΄πουστόλους Κι πάλι πίσου γύρισει μη τους εννιά αρχαγγέλους Κι όπου ν ακούμπισει ο Χριστός χρυσό δεντρίτσι σπέρνει, χρυσά ήταν τα κλουνάρια του κι ολάργυρα τα φύλλα, Κι απάνου στις κουρφούδις του περιστεροφωλιάζουν, Κι κάτου στα ν΄αξιουκλώναρα περδίκια κουνημένα Κι κάτου στις ριζούδης του κρυοβρυση φτιαγμένη
Να κατιβαίνουν οι πέρδικοις να πάιρνουν ν ανιβαίνουν.
Παίρνουν δροσιά στα νύχια τους κι πάχνη στα φτιρούδιατ΄ς Παχνίζουν του νιό αφέντη μας ραϊζ κι την κυρά μας Κυρά μας νινι στουλίζουνταν στην εκκλησιά να πάει, Οι εκκλησιές σου σήμαιναν τα μοναστήριας ψέλνουν,
Κι τα γραμματικούδια σου λαλούν για τουν αφέντη,
Κυριούμ΄τι γίνκει αφέντης μας δε φάνηκει να έρει,
Κι απου τσ΄βλαχιάς του μουνουπάτ΄ερίτει νιος αφέντης,
Μη του συνδένιου τ΄άλουγου μη τη χρυση τη σέλα Σχίζει τα χιόμα ως τη κοιλιά τις λάσπις ως του γόνα