Η μάνα πόχει τον υγιό, τον ένα κανακάρη
και στο σκολειό τον έστελνε και στο σκολειό τον στέλνει
Το δρόμονε που πήγαινε βρίσκει παιδιά και παίζουν.
Κοντύλισε το χέρι ντου κι έχυσε τη μελάνη
και λέρωσε τα ρούχα ντου τα λινομεταξένια
Παίρνει και πάει στη μάνα ντου και βαριανεστενάζει
― Τι έχεις, παιδάκι μου, και κλαις και βαριανεστενάζεις;
― Κοντύλισε το χέρι μου κι εχύθη γ-η μελάνη
και λέρωσα τα ρούχα μου τα λινομεταξένια.
― Μην κλαις, παιδί μου, μη θρηνείς και μην ανεστενάζεις
η μάνα σου νά ’ναι καλά και κείνη θα ντα πλύνει.
― Πολλοί που με τα πλύνανε τα λερωμένα ρούχα,
άλλος κανείς δεν τά ’πλυνε σαν τη μανούλα πού ’χα.