-Η μάνα που’ χει τον υιό,
τον ένα, τον μονάχο,
τον έλουζε, τον έπλενε
και στο σχολειό τον στέλνει,
να πα’ να μάθει γράμματα,
να πα’ να μάθει γνώση.
-Στο δρόμο που επήγαινε,
στη στράτα που διαβαίνει,
βρίσκει παιδιά να παίζουνε,
παιδιά να ρίχνουν πέτρες,
έκατσε να δοκιμαστεί,
να ρίξει στο σημάδι,
κόπηκε η φούντα τέσσερα,
και το γαϊτάνι πέντε.
-Τρέχει να πάει στη μάνα του,
με δάκρυα στα μάτια.
Υιέ μ’ που’ ναι τα γράμματα,
υιέ μ’ που’ ναι η γνώση.
-Τα γράμματα είναι στο χαρτί
κι ο νους μου πέρα τρέχει,
πέρα στις μαυρομάτισσες,
στις γαϊτανοφρυδούσες,
που’ χουν το μάτι σαν ελιά,
το φρύδι σα γαϊτάνι,.
που’ χουν το ματοτσάμπερο
σαν της ελιάς το φύλλο.
-Και μεις πολυχρονούμενοι,
τ’ άξιο σας παλικάρι,
να ζήσει χρόνια περισσά
και πάντα να περάσει,
κι από τα χίλια κι ύστερα
ν’ ασπρίσει να γεράσει.
-Και του χρόνου…………!!